Dilettevole στα ελληνικά

Μετάφραση: dilettevole, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγευτικός, σαγηνευτικός, αστείος, περίεργος, κωμικός, ευχάριστο, απολαυστικό, ευχάριστη, όμορφη, υπέροχο
Dilettevole στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dilazione στα ελληνικά - εναιώρημα, αναβολή, ανάρτηση, αναστολή, καθυστέρηση, ανακοπή, καθυστέρησης, ...
  • dilettante στα ελληνικά - ερασιτέχνης, ερασιτεχνικός, ερασιτέχνες, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
  • diletto στα ελληνικά - ευχαρίστηση, αρέσκεια, χαρά, εντρυφώ, ευφροσύνη, αγαπητός, ηδονή, ...
  • diligente στα ελληνικά - εργατικός, απασχολημένος, ενδελεχής, επιμελής, επιμελή, επιμελούς, επιμελείς, ...
Τυχαίες λέξεις
Dilettevole στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγευτικός, σαγηνευτικός, αστείος, περίεργος, κωμικός, ευχάριστο, απολαυστικό, ευχάριστη, όμορφη, υπέροχο