Dominare στα ελληνικά

Μετάφραση: dominare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασιλεύω, προστάζω, αποφασίζω, ιθύνω, έλεγχος, προσταγή, κυριαρχώ, διατάζω, δεσπόζω, κανόνας, εντολή, εξουσιάζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Dominare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • domestico στα ελληνικά - υπηρέτης, οικιακός, σπίτι, υπηρέτρια, κατοικίδιος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, ...
  • domicilio στα ελληνικά - σπίτι, κατοικία, τοποθετώ, μέρος, τόπος, κατοικίας, έδρα, ...
  • dominio στα ελληνικά - κτήση, κυριαρχία, αποφασίζω, βασιλεία, βασιλεύω, περιοχή, αρμοδιότητα, ...
  • donatore στα ελληνικά - δότης, δωρητής, δότη, του δότη, δωρητή
Τυχαίες λέξεις
Dominare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασιλεύω, προστάζω, αποφασίζω, ιθύνω, έλεγχος, προσταγή, κυριαρχώ, διατάζω, δεσπόζω, κανόνας, εντολή, εξουσιάζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν