Effettuare στα ελληνικά
Μετάφραση: effettuare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτελώ, αποδίδω, διενεργεί, διενεργούν, διεξάγει, διεξάγουν, πραγματοποιούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- effettivo στα ελληνικά - πραγματικός, αληθινός, πρακτικός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, ...
- effetto στα ελληνικά - αγωγή, έκβαση, κατάληξη, επενέργεια, αποτέλεσμα, τεύχος, συνέπεια, ...
- efficace στα ελληνικά - αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές
- efficacia στα ελληνικά - αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητας, την αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητά, της αποτελεσματικότητας
Τυχαίες λέξεις
Effettuare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτελώ, αποδίδω, διενεργεί, διενεργούν, διεξάγει, διεξάγουν, πραγματοποιούν
Μεταφράσεις: εκτελώ, αποδίδω, διενεργεί, διενεργούν, διεξάγει, διεξάγουν, πραγματοποιούν