Generale στα ελληνικά
Μετάφραση: generale, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενικός, στρατηγός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gemere στα ελληνικά - τρίξιμο, μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
- gemito στα ελληνικά - μουγκρίζω, οδυρμός, θρηνώ, μοιρολογώ, στενάζω, μουγκρητό, τρίξιμο, ...
- generalmente στα ελληνικά - σε γενικές γραμμές, σε γενικές, γενικά, εν γένει, γενικότερα
- generare στα ελληνικά - παράγω, γεννώ, γεννοβολώ, υποφέρω, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Generale στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενικός, στρατηγός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Μεταφράσεις: γενικός, στρατηγός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές