Gonna στα ελληνικά

Μετάφραση: gonna, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φούστα, ποδιά, διαφράγματος, ποδιάς, περίζωμα
Gonna στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gonfiore στα ελληνικά - φλεγμονή, πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
  • gongolare στα ελληνικά - χαιρεκακία, πανηγυρίσει τη νίκη, gloat, ατενίζω, θριαμβολογώ
  • gorgheggio στα ελληνικά - κελαδώ, τερετίζω, τόνος, κελαηδώ
  • gorgo στα ελληνικά - άβυσσος, κόλπος, δίνη, χάσμα, ρουφήχτρα, Eddy, πέδης με, ...
Τυχαίες λέξεις
Gonna στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φούστα, ποδιά, διαφράγματος, ποδιάς, περίζωμα