Λέξη: καλάθι

Σχετικές λέξεις: καλάθι

καλάθι απλύτων, καλάθι μωρού, καλάθι ποδηλάτου, καλάθι σούπερ μάρκετ σύγκριση τιμών, καλάθι με λουλούδια, καλάθι μπάνιου, καλάθι ατμού, καλάθι πικ νικ, καλάθι πλυντηρίου πιάτων, καλάθι με φρούτα

Συνώνυμα: καλάθι

κοφίνι, πανέρι, κανίστρο

Μεταφράσεις: καλάθι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
basket, cart
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
canasto, canasta, cesto, cesta, la cesta, cesta de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
körbchen, korb, blödmann, idiot, Korb, Warenkorb, Warenkorb Wunschzettel, Einkaufs
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
banneau, corbeille, hotte, benne, panier, cabas, bourriche, manne, panerée, votre panier, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cesto, paniere, sporta, cestino, canestro, cestello
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cesta, cesto, carrinho, cesta de, Comprar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ben, slof, mand, korf, mandje, Winkelwagentje, winkelmandje
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
корзинка, эфес, кошелка, короб, корзина, кузов, корзину, корзины, Basket, корзине
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kurv, handlekurven, i handlekurven, kurven
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korg, korgen, kundvagn, i kundvagn, varukorgen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kori, vakka, vasu, ostoskoriin, koriin, valintakoriini, Ostoskorisi
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kurv, kurven, indkøbskurv, kurven I, ordre
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
košík, nůše, koš, košíku, výběru, košíkem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koszyk, kosz, koszykówka, wyboru, koszyka, basket
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kosár, feltételek KOSÁR, kosárba, bASKET, kosárból
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sepet, sepete, Sorgu, sepeti, şarkıları almak sepete
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
корзина, кошик, ефес, кошик Кошик
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kosh, shportë, shporta, shporta e, shportës, shportën
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
козина, кош, кошница, кошницата, купи, кошница с
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кош, кошык
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korv, ostukorvi, ostukorvist, korvi, ostukorv
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
košarica, košara, koš, košaru, košara s
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
karfa, körfu, Karfan
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
alveus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krepšys, pintinė, pintas, krepšelį, krepšelis, krepšelio, bASKET
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grozs, Basket, grozu, grozā, iepirkuma grozs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кошница, кошничка, кошницата, кошот, коша
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
co, coş, coș, cos, coșul, coș de, coșul de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koš, basket, košara, košarica, košaro, košare
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
košík

Στατιστικά δημοτικότητας: καλάθι

Τυχαίες λέξεις