Impellente στα ελληνικά

Μετάφραση: impellente, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επείγων, άμεσος, ωθούντα, ώθησης που, ωθήσεως, ωθήσεως η
Impellente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • impegnare στα ελληνικά - δεσμεύω, υπόσχομαι, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, εφεδρεία, εχέγγυο, παρακαταθήκη, ...
  • impegno στα ελληνικά - δέσμευση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή, τη δέσμευση
  • impenetrabile στα ελληνικά - αδιαπέραστος, αδιαπέραστο, αδιαπέραστα, αδιαπέραστη, αδιαπέραστες
  • imperativo στα ελληνικά - προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Τυχαίες λέξεις
Impellente στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επείγων, άμεσος, ωθούντα, ώθησης που, ωθήσεως, ωθήσεως η