Impiego στα ελληνικά

Μετάφραση: impiego, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργία, χρησιμοποιώ, ρόλος, λειτουργώ, θώκος, χρήση, δεξίωση, γραφείο, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Impiego στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • impiantare στα ελληνικά - φυτεύω, εργοστάσιο, φυτό, εμφυτεύω, εμφύτευμα, εμφυτεύματος, μοσχεύματος, ...
  • impiegato στα ελληνικά - υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
  • impietrire στα ελληνικά - απολιθώ, σκληρύνω, απολιθώνω, απολιθώσει
  • implementare στα ελληνικά - υλοποιώ, εργαλείο, όργανο, εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, ...
Τυχαίες λέξεις
Impiego στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργία, χρησιμοποιώ, ρόλος, λειτουργώ, θώκος, χρήση, δεξίωση, γραφείο, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση