Θώκος στα ιταλικά

Μετάφραση: θώκος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carica, ufficio, impiego, uffizio, toga, vestito, abito, abito di, abito da
Θώκος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θώκος

ο θώκος, υπουργικός θώκος, θώκος σημαίνει, οικολογικόσ θώκοσ, θώκος ορισμός, θώκος λεξικό γλώσσας ιταλικά, θώκος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • θύμα στα ιταλικά - infortunio, preda, vittima, incidente, vittime, colpito, colpito da, ...
  • θύρα στα ιταλικά - cancello, porta, sportello, portello, porte, porta di
  • ιαγουάρος στα ιταλικά - giaguaro, jaguar, il giaguaro, di giaguaro
  • ιατρείο στα ιταλικά - chirurgia, dispensario, ambulatorio, dispensario di, del dispensario, dispensary
Τυχαίες λέξεις
Θώκος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: carica, ufficio, impiego, uffizio, toga, vestito, abito, abito di, abito da