In στα ελληνικά

Μετάφραση: in, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προς, μετά, έπειτα, σε, στο, στην, στη, στον
In στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • imputare στα ελληνικά - φροντίδα, κατηγορία, κατηγορώ, αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, ...
  • imputazione στα ελληνικά - φροντίδα, κατηγορία, απόδοση, καταλογισμού του φόρου, τεκμαρτής εκτίμησης, τεκμαρτή εκτίμηση, τον καταλογισμό
  • inaccessibile στα ελληνικά - απρόσιτος, απρόσιτες, απρόσιτη, απρόσιτα, δυσπρόσιτες
  • inadatto στα ελληνικά - ακατάλληλος, ακατάλληλα, ακατάλληλο, ακατάλληλες, ακατάλληλη
Τυχαίες λέξεις
In στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προς, μετά, έπειτα, σε, στο, στην, στη, στον