Incarico στα ελληνικά

Μετάφραση: incarico, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποστολή, καθήκον, ανάθεση, δουλειά, ραντεβού, διορισμός, διορισμό, διορισμού, το διορισμό
Incarico στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • incapacità στα ελληνικά - ανικανότητα, αδυναμία, αδυναμίας, την αδυναμία, ανικανότητας
  • incaricare στα ελληνικά - κατηγορία, φροντίδα, αναθέσει, να αναθέσει, δώσει εντολή, αναθέσει στην, έδωσε εντολή
  • incarnare στα ελληνικά - ενσαρκώνουν, ενσωματώνουν, ενσαρκώσει, ενσωματώνει, ενσαρκώνει
  • incarnazione στα ελληνικά - ενσάρκωση, ενσάρκωσης, ενσάρκωσή, την ενσάρκωση, σάρκωση
Τυχαίες λέξεις
Incarico στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποστολή, καθήκον, ανάθεση, δουλειά, ραντεβού, διορισμός, διορισμό, διορισμού, το διορισμό