Inceppare στα ελληνικά

Μετάφραση: inceppare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνωστισμός, τσόκαρο, εμποδίζω, βουλώνω, clog που, κωλύω
Inceppare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • incentivare στα ελληνικά - διεγείρω, τόνωση, τόνωση της, διεγείρουν, την τόνωση, τονώσει
  • incentivo στα ελληνικά - κίνητρο, κινήτρων, κίνητρα, ενθάρρυνσης, κίνητρο για
  • incertezza στα ελληνικά - αβεβαιότητα, ευμεταβλησία, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα
  • incerto στα ελληνικά - αμυδρός, αμφίβολος, ακαθόριστος, επισφαλής, ασαφής, αβέβαιος, αβέβαιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Inceppare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνωστισμός, τσόκαρο, εμποδίζω, βουλώνω, clog που, κωλύω