Συνωστισμός στα ιταλικά
Μετάφραση: συνωστισμός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inceppare, bloccare, calca, marmellata, affollamento, spiazzamento, l'affollamento, sovraffollamento, crowding
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνωστισμός
συνωστισμός ετυμολογία, συνωστισμόσ τησ σμύρνησ, συνωστισμός λεξικο, συνωστισμός δοντιών, συνωστισμός μεταφραση, συνωστισμός λεξικό γλώσσας ιταλικά, συνωστισμός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- συνωμοτώ στα ιταλικά - congiura, tramare, complotto, trama, complot, di Complot
- συνωμότης στα ιταλικά - cospiratore, conspirator, complice, congiurato, cospiratori
- συνύπαρξη στα ιταλικά - coesistenza, convivenza, la coesistenza, la convivenza, di coesistenza
- συνώνυμος στα ιταλικά - sinonimo, anche, sinonimi, sinonimo di
Τυχαίες λέξεις
Συνωστισμός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: inceppare, bloccare, calca, marmellata, affollamento, spiazzamento, l'affollamento, sovraffollamento, crowding
Μεταφράσεις: inceppare, bloccare, calca, marmellata, affollamento, spiazzamento, l'affollamento, sovraffollamento, crowding