Incominciare στα ελληνικά

Μετάφραση: incominciare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχίζω, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν
Incominciare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • incolto στα ελληνικά - ακαλλιέργητος, ακαλλιέργητες, ακαλλιέργητη, χέρσων, ακαλλιέργητης
  • incombenza στα ελληνικά - καθήκον, δουλειά, θητεία, του υφιστάμενου προμηθευτή, υφιστάμενου προμηθευτή, παρουσία του υφιστάμενου προμηθευτή, κατοχή αξιώματος
  • incomodare στα ελληνικά - παρενοχλώ, ενοχλώ, δυσκολεύω
  • incompatibile στα ελληνικά - ασυμβίβαστος, ασυμβίβαστη, ασυμβίβαστες, ασυμβίβαστο, ασύμβατη
Τυχαίες λέξεις
Incominciare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχίζω, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν