Indennità στα ελληνικά
Μετάφραση: indennità, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίδομα, επιχορήγηση, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- indeciso στα ελληνικά - διστακτικός, αναποφάσιστος, αναποφάσιστοι, αναποφάσιστο, αναποφάσιστη, αναποφάσιστους
- indegno στα ελληνικά - ανάξιος, ανάξια, ανάξιο, ανάξιοι, ανάξιες
- indennizzo στα ελληνικά - αποζημίωση, συμψηφισμός, αποζημίωσης, αποκατάσταση της ζημίας, αποζημιώσεως, την αποζημίωση
- indicare στα ελληνικά - αποδεικνύω, οθόνη, παρουσιάζω, έκθεμα, διαδηλώνω, αιχμή, φανερώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Indennità στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίδομα, επιχορήγηση, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα
Μεταφράσεις: επίδομα, επιχορήγηση, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα