Infiacchire στα ελληνικά

Μετάφραση: infiacchire, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, etiolate
Infiacchire στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • infettivo στα ελληνικά - κολλητικός, μολυσματικός, μολυσματικών, λοιμώδη, λοιμωδών, μολυσματικές
  • infezione στα ελληνικά - λοίμωξη, μόλυνση, μόλυνσης, λοίμωξης, μολύνσεως
  • infiammare στα ελληνικά - ανάβω, διεγείρω, εξάπτω, ερεθίζω, φλογίζω, φλέγω, φλογίσει, ...
  • infiammazione στα ελληνικά - φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές
Τυχαίες λέξεις
Infiacchire στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, etiolate