Infierire στα ελληνικά
Μετάφραση: infierire, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οργή, λυσσομανώ, μανία, φουντώνω, οργής, την οργή, η οργή
Μεταφράσεις
- infiammazione στα ελληνικά - φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές
- infido στα ελληνικά - αναληθής, ψεύτικος, προδοτικός, λάθος, ψευδής, επίβουλος, δόλιος, ...
- infilare στα ελληνικά - μίτος, κλωστή, πιέτα, tuck, πιετών, πτυχώσεως, πιέτας
- infine στα ελληνικά - τελικά, επιτέλους, κατά την τελευταία, επιτέλους να, σε τελευταίο
Τυχαίες λέξεις
Infierire στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οργή, λυσσομανώ, μανία, φουντώνω, οργής, την οργή, η οργή
Μεταφράσεις: οργή, λυσσομανώ, μανία, φουντώνω, οργής, την οργή, η οργή