Innalzare στα ελληνικά

Μετάφραση: innalzare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υψώνω, μεγαλώνω, ανυψώνω, σηκώνω, αναστηλώνω, αυξάνομαι, τρέφω, ασανσέρ, ανατρέφω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Innalzare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • innaffiare στα ελληνικά - νερό, ποτίζω, ύδωρ, πότισμα, το πότισμα, ποτίσματος, πότισμα των, ...
  • innalzamento στα ελληνικά - ανύψωση, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
  • innamorato στα ελληνικά - εραστής, ερωτευμένος, στην αγάπη, ερωτευμένη, ερωτευμένων, ερωτευμένο
  • innesco στα ελληνικά - σκανδάλη, ενεργοποίησης, σκανδάλης, έναυσμα, της σκανδάλης
Τυχαίες λέξεις
Innalzare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υψώνω, μεγαλώνω, ανυψώνω, σηκώνω, αναστηλώνω, αυξάνομαι, τρέφω, ασανσέρ, ανατρέφω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση