Insulso στα ελληνικά
Μετάφραση: insulso, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαχλός, άγευστος, αηδής, κενός, άνοστος, ανούσιος, ανούσια, σαχλό, άτσαλο περπάτημά, και άτσαλο περπάτημά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- insufficienza στα ελληνικά - έλλειψη, ανεπάρκεια, υστέρημα, ανεπάρκειας, ανεπάρκεια που
- insulina στα ελληνικά - ινσουλίνη, ινσουλίνης, της ινσουλίνης, στην ινσουλίνη, την ινσουλίνη
- insultare στα ελληνικά - λοιδορώ, προσβάλλω, καταχρώμαι, βρίζω, λοιδορία, κατάχρηση, προσβολή, ...
- insulto στα ελληνικά - προσβολή, προσβάλλω, καταχρώμαι, βρίζω, κατάχρηση, λοιδορία, λοιδορώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Insulso στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαχλός, άγευστος, αηδής, κενός, άνοστος, ανούσιος, ανούσια, σαχλό, άτσαλο περπάτημά, και άτσαλο περπάτημά
Μεταφράσεις: σαχλός, άγευστος, αηδής, κενός, άνοστος, ανούσιος, ανούσια, σαχλό, άτσαλο περπάτημά, και άτσαλο περπάτημά