Interdizione στα ελληνικά

Μετάφραση: interdizione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλεισμός, αποκλείω, απαγορεύω, απαγόρευση, απαγόρευσης, απαγορεύσεως, αποτροπής
Interdizione στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • intercalare στα ελληνικά - βάζω, εισάγω, εμβόλιμες, εμβόλιμη, εμβόλιμο, εμβόλιμα
  • intercettare στα ελληνικά - ανακόπτω, τέμνω, τομής, σημείο τομής, τομή, αναχαίτισης, τεταγμένης
  • interessamento στα ελληνικά - ενδιαφέρον, επιτόκιο, τόκος, ενδιαφέροντος, συμφέρον, συμφέροντος
  • interessante στα ελληνικά - ενδιαφέρων, αυτό είναι ενδιαφέρον, στο χρηματιστήριο αξιών, χρηματιστήριο αξιών
Τυχαίες λέξεις
Interdizione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλεισμός, αποκλείω, απαγορεύω, απαγόρευση, απαγόρευσης, απαγορεύσεως, αποτροπής