Λέξη: κτίστης

Σχετικές λέξεις: κτίστης

μιχάλης κτίστης, γιώργος κτίστης

Συνώνυμα: κτίστης

τέκτονας, μασώνος, μασόνος, κατασκευαστής, οικοδόμος, εργολάβος

Μεταφράσεις: κτίστης

κτίστης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bricklayer, builder, mason, constructor, a mason

κτίστης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
constructor, albañil, masón, Mason, de albañil, de Mason

κτίστης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
baumeister, erbauer, maurer, Maurer, Steinmetz, mason, Freimaurer

κτίστης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maçon, entrepreneur, constructeur, architecte, bâtisseur, édificateur, Mason, de maçon, de Mason

κτίστης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costruttore, muratore, Mason, massone, di Mason

κτίστης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
construtor, lavrador, pedreiro, Mason, de pedreiro, do pedreiro, maçom

κτίστης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aannemer, bouwondernemer, metselaar, Mason, de Metselaar, vrijmetselaar, metselaar van

κτίστης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
строитель, подрядчик, застройщик, плотник, каменщик, конструктор, Мейсон, Mason, Мэйсон, масон

κτίστης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
murer, mason, frimurer, norges, i Mason

κτίστης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
murare, Mason, mason, masonen, i Mason

κτίστης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rakennusurakoitsija, rakentaja, muurari, aluerakentaja, Mason, muurarin, vapaamuurari, muurariksi

κτίστης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
murer, Mason, frimurer, i Mason

κτίστης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stavitel, budovatel, zedník, kameník, mason, zedníkem, zednický

κτίστης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
murarz, mason, kamieniarz, murarzem, masona

κτίστης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
építész, kőműves, Mason, falaz, szabadkőműves

κτίστης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mason, taşçı, duvarcı, mason olan, bir mason

κτίστης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
каменяр, муляр, тесля, будівник, будівельник, тесляр, Каменяр, Каменщик

κτίστης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
murator, mason, murator e, masoni, masoni i

κτίστης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зидар, масон, Мейсън, Mason, зидаро

κτίστης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
муляр, каменшчык, камешчык

κτίστης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ehitaja, müürsepp, rajaja, müüriladuja, Mason, müürsepaks, massoon

κτίστης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proizvođač, konstruktor, zidar, poduzetnik, graditelj, mason, je Mason, klesar, Mason je

κτίστης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byggingameistari, Mason, múrari

κτίστης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
statybininkas, masonas, Mason, mūrininkas, mūrininko, išmūryti

κτίστης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mūrnieks, mason, Meisona

κτίστης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
масон, Мејсон, ѕидар, Mason, слободниот ѕидар

κτίστης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zidar, Mason, pietrar, Mason a

κτίστης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zidar, mason, kamnosek, zidarska, zidarski

κτίστης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
staviteľ, murár, zedník, mason
Τυχαίες λέξεις