Interruttore στα ελληνικά

Μετάφραση: interruttore, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
Interruttore στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • interrompere στα ελληνικά - διάλειμμα, σπάζω, διακόπτω, αντεπίθεση, διάλλειμα, στάση, σταματήσει, ...
  • interrompersi στα ελληνικά - διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, σπάσιμο
  • interruzione στα ελληνικά - σπάζω, κενό, διακοπή, σηκός, αντεπίθεση, διάλλειμα, χάσμα, ...
  • intersecare στα ελληνικά - τέμνονται, διασταυρώνονται, τέμνει, τέμνουν, να τέμνονται
Τυχαίες λέξεις
Interruttore στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση