Λέξη: μπουκαπόρτα

Σχετικές λέξεις: μπουκαπόρτα

μπουκαπόρτα πλοίου

Συνώνυμα: μπουκαπόρτα

άνοιγμα, οπή καταστρώματος, φεγγίτης, μπουκάλι, φιάλη, μποτιλιά

Μεταφράσεις: μπουκαπόρτα

μπουκαπόρτα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hatch, hatchway

μπουκαπόρτα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incubar, escotillón, escotilla, empollar, portilla, escotilla de, eclosionan, la portilla

μπουκαπόρτα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
luke, lukentür, durchreiche, schlüpfen, brut, falltür, Luke, Luken, Klappe, Reiche

μπουκαπόρτα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hachurer, écluse, couver, portillon, éclosion, trappe, écoutille, éclosent, hayon

μπουκαπόρτα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
portello, boccaporto, tratteggio, botola, portellone

μπουκαπόρτα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escotilha, hachura, portinhola, de hachura, eclodem

μπουκαπόρτα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
luik, broedsel, doorgeefluik, vluchtluik, uitkomen

μπουκαπόρτα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обдумывать, запруда, выводиться, насечка, высиживать, люк, заштриховать, насекать, штриховать, гравировать, решетка, высидеть, вылупляться, рождаться, защёлка, замышлять, люка, штриховки, вылупляются

μπουκαπόρτα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
luke, hatch, luken

μπουκαπόρτα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kläcka, lucka, luckan, kläcks

μπουκαπόρτα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuoriutua, juonia, säleikkö, varjostin, hautominen, luukku, luukun, kuoriutuvat, luukkujen, tarjoiluaukko

μπουκαπόρτα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
luge, lugen, serveringslem, vippedør, hatch

μπουκαπόρτα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vysedět, dvířka, šrafovat, stavidlo, poklop, příklop, šrafování, líhnou, průlez

μπουκαπόρτα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wylęg, wyląg, śluza, właz, kreskować, lęgnąć, wykluwać, wylegać, wysiadywać, wyklucie, legnąć, zakreskować, drzwiczki, spiskować, luk, wylęgać, klapa, kreskowania, luku

μπουκαπόρτα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyílás, Hatch, sraffozási, sraffozás, kikelnek

μπουκαπόρτα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tarama, kapak, heçi, hatch, ambar

μπουκαπόρτα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ґрати, заслінка, обдумувати, народжуватись, люк

μπουκαπόρτα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kurdisje, kurdis, plan i kurdisur, dal nga veza, klloçitje

μπουκαπόρτα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
люк, шлюз, щрих, люпене, люка

μπουκαπόρτα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
люк

μπουκαπόρτα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kooruma, luuk, viirutama, Hatch, luugi, kooruvad, koorumist

μπουκαπόρτα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grotlo, pripremati, otvor, Hatch, izlegu, otvor na, vratanca

μπουκαπόρτα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klekja, klekjast, útungun, lúga, Hatch

μπουκαπόρτα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liukas, anga, durelės, išperinti, brūkšniuoti

μπουκαπόρτα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lūka, lūku, lūkas, lūkai, vāks

μπουκαπόρτα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отворот, Хеч, Хач, отвор, колата

μπουκαπόρτα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trapă, trapa, hatch, Chepeng, gurii de magazie

μπουκαπόρτα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
loputa, izležejo, otvor, loputa na, otvor na

μπουκαπόρτα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poklop, kryt, veko
Τυχαίες λέξεις