Intervento στα ελληνικά
Μετάφραση: intervento, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεσιτεία, μεσολάβηση, διαπλοκή, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
Μεταφράσεις
- intervallo στα ελληνικά - σηκός, αντεπίθεση, διάστημα, σπάζω, απόσταση, διάλλειμα, διάλειμμα, ...
- intervenire στα ελληνικά - παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
- intervista στα ελληνικά - συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που
- intesa στα ελληνικά - κατανόηση, συμφωνία, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
Τυχαίες λέξεις
Intervento στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεσιτεία, μεσολάβηση, διαπλοκή, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
Μεταφράσεις: μεσιτεία, μεσολάβηση, διαπλοκή, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης