Διαπλοκή στα ιταλικά

Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intervento, intreccio, intrecciarsi, intrecci, intreccio tra, dall'intreccio
Διαπλοκή στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπλοκή

διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαπλοκή στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διαπιστώνω στα ιταλικά - instaurare, fissare, accertare, fondare, nota, atto, commento, ...
  • διαπληκτίζομαι στα ιταλικά - litigare, rissa, alterco, ragionare, lite, bisticciare, questione, ...
  • διαπράττω στα ιταλικά - perpetrare, commettere, affidare, raccomandare, impegnare, impegnarsi, commit, ...
  • διαπρέπω στα ιταλικά - superare, preminente, preponderante, eminente, per eccellenza, autorevole
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: intervento, intreccio, intrecciarsi, intrecci, intreccio tra, dall'intreccio