Investire στα ελληνικά

Μετάφραση: investire, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, κριάρι, χτυπώ, εμβολίζω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, απεργία, τρέχει προς τα κάτω, τρέχει κάτω, τρέξει κάτω, υποβαθμισμένη, να τις μειώσουμε
Investire στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • investigazione στα ελληνικά - διερεύνηση, έρευνα, έρευνας, της έρευνας, διερεύνησης
  • investimento στα ελληνικά - επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, επένδυσης, επενδυτικών
  • investitore στα ελληνικά - επενδυτής, επενδυτή, επενδυτών, των επενδυτών, επενδυτές
  • invettiva στα ελληνικά - υβρεολόγιο, αλληλοκατηγοριών, ύβρη, βρισιά, μια βρισιά
Τυχαίες λέξεις
Investire στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, κριάρι, χτυπώ, εμβολίζω, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, απεργία, τρέχει προς τα κάτω, τρέχει κάτω, τρέξει κάτω, υποβαθμισμένη, να τις μειώσουμε