Εξουσιοδοτούμαι στα ιταλικά

Μετάφραση: εξουσιοδοτούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
investire, collocare, sono, am
Εξουσιοδοτούμαι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτούμαι

εξουσιοδοτούμαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, εξουσιοδοτούμαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εξουσία στα ιταλικά - potere, ufficio, energia, vigore, potenza, autorità, forza, ...
  • εξουσιάζω στα ιταλικά - controllare, regolare, dominare, verifica, governare, padronanza, vigilare, ...
  • εξουσιοδοτώ στα ιταλικά - accreditare, autorizzare, autorizzazione, l'autorizzazione, autorizzano, autorizza
  • εξουσιοδότηση στα ιταλικά - comitato, provvigione, commissione, giunta, delega, autorizzazione, dell'autorizzazione, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτούμαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: investire, collocare, sono, am