Limitazione στα ελληνικά

Μετάφραση: limitazione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορισμός, φραγμός, περιστολή, συστολή, εξαναγκασμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Limitazione στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lima στα ελληνικά - λιμάρω, πίφερο, υποβάλλω, αρχείο, αρχείου, αρχείων, φάκελο, ...
  • limitare στα ελληνικά - αναχαιτίζω, περιορίζω, περιστέλλω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, ...
  • limite στα ελληνικά - δεμένος, σύνορο, περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, ...
  • limitrofo στα ελληνικά - ρέλι, σύνορο, μεθόριος, γειτονικές, γειτονικών, γειτονικά, τις γειτονικές, ...
Τυχαίες λέξεις
Limitazione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορισμός, φραγμός, περιστολή, συστολή, εξαναγκασμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της