Περιστολή στα ιταλικά
Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ribasso, limitazione, diminuzione, riduzione, riduzione del, la riduzione, di riduzione
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστολή
περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας ιταλικά, περιστολή στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- περιστατικό στα ιταλικά - episodio, causa, incidente, evento, avvenimento, cassa, caso, ...
- περιστεράκι στα ιταλικά - piccioncino, cuscino, piccione, schienale, squab
- περιστρέφομαι στα ιταλικά - aggirarsi, ruotare, girare, roteare, gyrate, turbinare, che fanno gesti
- περιστρέφω στα ιταλικά - ruotare, girare, aggirarsi, roteare, rigirarsi, slue, moltitudine, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ribasso, limitazione, diminuzione, riduzione, riduzione del, la riduzione, di riduzione
Μεταφράσεις: ribasso, limitazione, diminuzione, riduzione, riduzione del, la riduzione, di riduzione