Occasione στα ελληνικά

Μετάφραση: occasione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, ευκαιρία, περίπτωση, περίσταση, κατά, αφορμή
Occasione στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ocaggine στα ελληνικά - ηλιθιότητα, βλακεία, βλακείας, ηλιθιότητας, την ηλιθιότητα
  • occasionale στα ελληνικά - ανεπίσημος, συγκυρία, ευκαιρία, σποραδικός, πιθανότητα, τυχαίος, ξέγνοιαστος, ...
  • occhialaio στα ελληνικά - οπτικός, οπτικών ειδών, οπτικών, οπτικό, οπτικού
  • occhiali στα ελληνικά - γυαλιά, ποτήρια, τα γυαλιά, γυαλιών, Γυαλία
Τυχαίες λέξεις
Occasione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, ευκαιρία, περίπτωση, περίσταση, κατά, αφορμή