Ormeggiare στα ελληνικά
Μετάφραση: ormeggiare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χερσότοπος, προσδένω, βάλτος, αράζω, προσορμίζω, Μαυριτάνος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- orma στα ελληνικά - σκιά, ανιχνεύω, εμπριμέ, υπόλειμμα, ίχνος, ανακαλύπτω, πατημασιά, ...
- ormai στα ελληνικά - τώρα, ήδη, πλέον, μέχρι τώρα, πια
- ormone στα ελληνικά - ορμόνη, ορμόνης, ορμονών, ορμόνες, αυξητικής
- ornamentale στα ελληνικά - διακοσμητικός, διακοσμητικά, καλλωπιστικών, διακοσμητικών, καλλωπιστικά
Τυχαίες λέξεις
Ormeggiare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χερσότοπος, προσδένω, βάλτος, αράζω, προσορμίζω, Μαυριτάνος
Μεταφράσεις: χερσότοπος, προσδένω, βάλτος, αράζω, προσορμίζω, Μαυριτάνος