Osso στα ελληνικά
Μετάφραση: osso, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόκαλο, οστό, κόκκαλο, οστών, των οστών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ossido στα ελληνικά - οξείδιο, οξειδίου, οξείδιο του, οξειδίου του, το οξείδιο
- ossigeno στα ελληνικά - οξυγόνο, οξυγόνου, το οξυγόνο, του οξυγόνου, σε οξυγόνο
- ostacolare στα ελληνικά - παρακωλύω, κωλυσιεργώ, εμποδίζουν, παρεμποδίζουν, παρεμποδίσει, εμποδίσουν, παρακωλύουν
- ostacolo στα ελληνικά - στένωση, παρεμβολή, παρακώλυση, εμπόδιο, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για, ...
Τυχαίες λέξεις
Osso στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόκαλο, οστό, κόκκαλο, οστών, των οστών
Μεταφράσεις: κόκαλο, οστό, κόκκαλο, οστών, των οστών