Κόκαλο στα ιταλικά
Μετάφραση: κόκαλο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
osso, lisca, ossa, spina, osseo, ossea, midollo, dell'osso
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόκαλο
κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο ψαριού, κόκαλο ή κόκκαλο, κόκαλο από ψάρι στο λαιμό, κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο λεξικό γλώσσας ιταλικά, κόκαλο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κωπηλατώ στα ιταλικά - remare, fila, lite, disputa, alterco, litigio, filare, ...
- κόβω στα ιταλικά - spaccare, braciola, tagliare, mozzare, taglio, separare, abbattere, ...
- κόκκινος στα ιταλικά - rosso, vermiglio, rossa, rossi, red, colore rosso
- κόκκος στα ιταλικά - granello, frumento, cereale, grano, grana, chicco, di grano, ...
Τυχαίες λέξεις
Κόκαλο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: osso, lisca, ossa, spina, osseo, ossea, midollo, dell'osso
Μεταφράσεις: osso, lisca, ossa, spina, osseo, ossea, midollo, dell'osso