Participio στα ελληνικά

Μετάφραση: participio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετοχή, μετοχής, μετοχή γραμματικής
Participio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • partenza στα ελληνικά - απόκλιση, αναχώρηση, αναχώρησης, την αναχώρηση, αναχώρησή, αποχώρηση
  • particella στα ελληνικά - μόριο, σωματίδιο, άτομο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων
  • particola στα ελληνικά - μόριο, άτομο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων
  • particolare στα ελληνικά - λεπτομέρεια, απαριθμώ, ειδικότερα, ιδίως, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως το
Τυχαίες λέξεις
Participio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετοχή, μετοχής, μετοχή γραμματικής