Pene στα ελληνικά
Μετάφραση: pene, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, μέλος, πέος, πέους, το πέος, του πέους, πεών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pendio στα ελληνικά - λόφος, καταγωγή, πλευρά, γέρνω, μεριά, κατηφορίζω, πλαγιά, ...
- pendolo στα ελληνικά - εκκρεμές, εκκρεμούς, του εκκρεμούς, το εκκρεμές
- penetrare στα ελληνικά - διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
- penisola στα ελληνικά - χερσόνησος, χερσόνησο, χερσονήσου, χερσόνησο της, χερσόνησο του
Τυχαίες λέξεις
Pene στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, μέλος, πέος, πέους, το πέος, του πέους, πεών
Μεταφράσεις: στέλεχος, μέλος, πέος, πέους, το πέος, του πέους, πεών