Picco στα ελληνικά
Μετάφραση: picco, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλέγω, μαζεύω, κορυφώνω, κασμάς, κορυφή, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- piccino στα ελληνικά - ελάσσων, ασήμαντος, μικρός, λίγο, στενός, υπεξούσιος, μικρή, ...
- piccione στα ελληνικά - περιστέρι, περιστεριών, περιστερώνα, περιστεριού, περιστεριώνες
- piccolezza στα ελληνικά - μικρότητα, μικρό μέγεθος, μικρού μεγέθους, μικρότητά, λόγω μειωμένων
- piccolo στα ελληνικά - λίγο, ελαφρύς, στενός, ελάσσων, θίγω, μικρός, ασήμαντος, ...
Τυχαίες λέξεις
Picco στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλέγω, μαζεύω, κορυφώνω, κασμάς, κορυφή, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη
Μεταφράσεις: συλλέγω, μαζεύω, κορυφώνω, κασμάς, κορυφή, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη