Precedente στα ελληνικά
Μετάφραση: precedente, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρώην, προηγούμενο, προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενες, προηγούμενα
Μεταφράσεις
- precario στα ελληνικά - επισφαλής, επισφαλείς, επισφαλή, επισφαλούς, επισφαλών
- precauzione στα ελληνικά - προφύλαξη, φροντίζω, φροντίδα, προφύλαξης, προληπτικό μέτρο, οι προφυλάξεις, προφυλάξεις για
- precedentemente στα ελληνικά - προηγούμενα, προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη
- precedenza στα ελληνικά - προτεραιότητα, προβάδισμα, το προβάδισμα, υπερισχύει, υπεροχής
Τυχαίες λέξεις
Precedente στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρώην, προηγούμενο, προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενες, προηγούμενα
Μεταφράσεις: πρώην, προηγούμενο, προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενες, προηγούμενα