Λέξη: προσποίηση

Σχετικές λέξεις: προσποίηση

προσποίηση μπάσκετ, προσποίηση συνώνυμα

Συνώνυμα: προσποίηση

απάτη, αντιπερισπασμός, πρόσχημα, πρόφαση, προσομοίωση, υπόκριση, πλαστότης

Μεταφράσεις: προσποίηση

προσποίηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
feint, pretense, artificiality, simulation

προσποίηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
treta, pretensión, pretexto, simulación, pretensiones, fingimiento

προσποίηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
finte, verstellung, Schein, Vortäuschung, Vorspiegelung, Heuchelei, Vorwand

προσποίηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déguisement, momerie, dissimulation, affectation, feinte, simulation, prétexte, prétention, semblant, simulacre

προσποίηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
finta, finzione, pretesa, pretesto, pretese

προσποίηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fingimento, pretensão, pretexto, simulação, pretensão de

προσποίηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorwendsel, schijn, pretentie, pretense, aanspraak

προσποίηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
притворство, представление, финт, претензия, притворства, предлогом, отговорка

προσποίηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
påskudd, pretense, forestillingen, krigssone, forestillinger

προσποίηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vändning, låtsas, pretense, förevändning, vändningen

προσποίηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hämäys, jallittaa, harhauttaa, hämätä, petkuttaa, teeskentely, teeskentelyä, teeskentelyn, tekosyyllä, muodoksi

προσποίηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forstillelse, påskud, pretense, foregivende, forestillingen

προσποίηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přetvářka, finta, úskok, záminka, předstírání, záminkou

προσποίηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwód, udawanie, pozór, pretensja, hipokryzja, pretekst

προσποίηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cselfogás, színlelés, látszatát, jogcím, ürüggyel, ürügy

προσποίηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bahane, iddiası, pretence, bahanesi, iddia

προσποίηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фінт, вдавання, удавання, удаваність, облуда, нещирість

προσποίηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pretendim, pretendimi, shtirje, pretendimi i

προσποίηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
притворство, преструвка, предлог, претенция, преструвки, претекст

προσποίηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прытворства, крыўляннем, прытворства і

προσποίηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teesklemine, teesklus, silmakirjaks, teesklust, teesklusest

προσποίηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
finta, neiskrenost, pretvaranje, pretenzija, izgovor, privid, izlika

προσποίηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sýndarmennsku

προσποίηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apsimetimas, apsimetinėjimas, pretenzija, apsimetinėti, pretekstas

προσποίηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izlikšanās, aizbildināšanās, iegansts, maldinājums, izlikšanos

προσποίηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преправање, претензија, маскарадата, преправањето, смееме да

προσποίηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pretext, pretenție, ochii lumii, prefăcătorie, pretence

προσποίηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Izgovor, pretveza, Zahtevo, pretvarjanje, krinka

προσποίηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
finta, zámienka, zámienkou, zámienku, výhovorka, zámienky
Τυχαίες λέξεις