Precludere στα ελληνικά

Μετάφραση: precludere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλείω, παρακωλύω, αποκλείει, αποκλείουν, εμποδίζουν, απαγορεύουν, εμποδίζει
Precludere στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • precisione στα ελληνικά - ακρίβεια, ακριβείας, ακρίβειας, την ακρίβεια, ακριβειας
  • preciso στα ελληνικά - συγκεκριμένος, ακριβής, ακριβολόγος, ακριβή, ακριβείς, ακριβές, ακρίβεια
  • precoce στα ελληνικά - πρόωρος, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
  • preconcetto στα ελληνικά - πρόληψη, προκατάληψη, πρακατάληψη, τη σύλληψη, προκαταλήψεις, πριν από τη σύλληψη
Τυχαίες λέξεις
Precludere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλείω, παρακωλύω, αποκλείει, αποκλείουν, εμποδίζουν, απαγορεύουν, εμποδίζει