Παρακωλύω στα ιταλικά
Μετάφραση: παρακωλύω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ostacolare, precludere, impedire, prevenire, ostruire, osti, ostacolo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρακωλύω
παρακωλύω ορισμος, παρακωλύω συνώνυμα, παρακωλύω συνωνυμο, παραλύω συνώνυμα, παρακωλύω λεξικό γλώσσας ιταλικά, παρακωλύω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- παρακράτηση στα ιταλικά - fonte, ritenuta, alla fonte, ritenuta alla fonte, ritenute
- παρακρατώ στα ιταλικά - riservatezza, stirpe, riservare, impegnare, ritenere, riserbo, prenotare, ...
- παρακώλυση στα ιταλικά - ostacolo, impaccio, inciampo, impedimento, ostruzione, l'ostruzione, ostruzione delle, ...
- παραλέω στα ιταλικά - esagerare, paraleo
Τυχαίες λέξεις
Παρακωλύω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ostacolare, precludere, impedire, prevenire, ostruire, osti, ostacolo
Μεταφράσεις: ostacolare, precludere, impedire, prevenire, ostruire, osti, ostacolo