Pubblicità στα ελληνικά

Μετάφραση: pubblicità, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προαγωγή, δημοσιότητα, ανάδειξη, προώθηση, διαφήμιση, διαφημιστικά, διαφήμισης, τη διαφήμιση, διαφημίσεις
Pubblicità στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pubblicare στα ελληνικά - δημοσιεύω, δημοσιεύει, δημοσιεύουν, δημοσιεύσει, δημοσίευση, δημοσιεύσουν
  • pubblicazione στα ελληνικά - δημοσίευμα, τεύχος, δημοσίευση, έκδοση, δημοσιοποίηση, θέμα, δημοσίευσή, ...
  • pubblico στα ελληνικά - ακροατήριο, κοινός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
  • pubertà στα ελληνικά - ήβη, εφηβεία, την εφηβεία, εφηβείας, στην εφηβεία
Τυχαίες λέξεις
Pubblicità στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προαγωγή, δημοσιότητα, ανάδειξη, προώθηση, διαφήμιση, διαφημιστικά, διαφήμισης, τη διαφήμιση, διαφημίσεις