Puro στα ελληνικά
Μετάφραση: puro, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατόφιος, καθαρίζω, καθαρός, καθαρό, καθαρή, καθαρά, καθαρής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- purificare στα ελληνικά - εκκαθαρίζω, εκκενώνω, καθαρίζει, εξαγνίσει, καθαρίσει, τον καθαρισμό, καθαρίζουν
- purista στα ελληνικά - καθαρολόγος, οπαδός της καθαρεύουσας, ακριβολόγος, καθαρεύουσα, καθαρόαιμη
- purpureo στα ελληνικά - μωβ, πορφυρό, μοβ, πορφυρή, πορφυρού
- purtroppo στα ελληνικά - δυστυχώς, Ατυχώς
Τυχαίες λέξεις
Puro στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατόφιος, καθαρίζω, καθαρός, καθαρό, καθαρή, καθαρά, καθαρής
Μεταφράσεις: ατόφιος, καθαρίζω, καθαρός, καθαρό, καθαρή, καθαρά, καθαρής