Ragionevole στα ελληνικά
Μετάφραση: ragionevole, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογικός, συνετός, σοφός, φρόνιμος, εύλογη, εύλογο, λογικό, λογική
Μεταφράσεις
- ragione στα ελληνικά - λογική, προξενώ, προκαλώ, αιτιολογία, έδαφος, προσαράσσω, σκοπός, ...
- ragioneria στα ελληνικά - λογιστική, λογιστικής, λογιστικών, λογιστικά, τη λογιστική
- ragionevolezza στα ελληνικά - λόγος, αιτιολογία, αιτία, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για
- ragioniere στα ελληνικά - λογιστής, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ
Τυχαίες λέξεις
Ragionevole στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογικός, συνετός, σοφός, φρόνιμος, εύλογη, εύλογο, λογικό, λογική
Μεταφράσεις: λογικός, συνετός, σοφός, φρόνιμος, εύλογη, εύλογο, λογικό, λογική