Rinforzo στα ελληνικά
Μετάφραση: rinforzo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενίσχυση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- rinculare στα ελληνικά - ανάκρουση, ανάκρουσης, οπισθοχώρησης, οπισθοχώρηση, της ανάκρουσης
- rinforzare στα ελληνικά - εμπεδώνω, ενδυναμώνω, καρδαμώνω, ενισχύω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ...
- rinfrescare στα ελληνικά - φρεσκάρω, ανανεώνω, ανανέωσης, Ανανέωση, Refresh, Επικοινωνία Refresh
- rinfresco στα ελληνικά - αναψυκτικό, ανανέωσης, αναψυκτήριο, αναζωογόνηση, ανανέωση
Τυχαίες λέξεις
Rinforzo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενίσχυση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως
Μεταφράσεις: ενίσχυση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως