Rischiarare στα ελληνικά
Μετάφραση: rischiarare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτίζω, ξανθός, φωτερός, ανάβω, φωτίζει, φωτίσει, φωτίζουν, ανάψει, το φωτισμό
Μεταφράσεις
- riscattare στα ελληνικά - εξαγορά, εξαγοράζω, λύτρα, εξαργυρώνω, εξαγοράσει, εξαργυρώσετε, εξαργυρώνουν, ...
- riscatto στα ελληνικά - λύτρα, εξαγορά, λύτρωση, εξαγοράς, την εξαγορά, εξαργύρωση
- rischiare στα ελληνικά - ριψοκινδυνεύω, διακυβεύω, αποτολμώ, κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, ...
- rischio στα ελληνικά - ριψοκινδυνεύω, αποτολμώ, πιθανότητα, ευκαιρία, ρισκάρω, συγκυρία, κίνδυνος, ...
Τυχαίες λέξεις
Rischiarare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτίζω, ξανθός, φωτερός, ανάβω, φωτίζει, φωτίσει, φωτίζουν, ανάψει, το φωτισμό
Μεταφράσεις: φωτίζω, ξανθός, φωτερός, ανάβω, φωτίζει, φωτίσει, φωτίζουν, ανάψει, το φωτισμό