Sacco στα ελληνικά
Μετάφραση: sacco, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσάντα, απολύω, τσουβάλι, σάκος, λεηλασία, σάκο, σακί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- saccheggio στα ελληνικά - λεηλατώ, λεηλασία, λεηλασίας, λάφυρα, αρπαγή, λεηλατήσουν
- sacchetto στα ελληνικά - τσάντα, σακούλα, σάκο, σάκος, σακούλας
- sacerdote στα ελληνικά - παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά
- sacramento στα ελληνικά - μυστήριο, μυστηρίου, μετάληψη, ιερό μυστήριο, μυστήρια
Τυχαίες λέξεις
Sacco στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσάντα, απολύω, τσουβάλι, σάκος, λεηλασία, σάκο, σακί
Μεταφράσεις: τσάντα, απολύω, τσουβάλι, σάκος, λεηλασία, σάκο, σακί