Scoppio στα ελληνικά
Μετάφραση: scoppio, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκρηξη, ξέσπασμα, ξεσπώ, φλόγες, εστίας, επιδημία, επιδημίας
Μεταφράσεις
- scopo στα ελληνικά - σκοπός, στόχος, γκολ, βλέψη, στοχεύω, αποβλέπω, αντικείμενο, ...
- scoppiare στα ελληνικά - εκρήγνυμαι, ξέσπασμα, ξεσπώ, ξεσπάσει, ξεσπούν, ξεφύγει από, ξεσπάσουν, ...
- scoprire στα ελληνικά - διαφαίνομαι, αποκαλύπτω, ανακαλύπτω, ανιχνεύω, μάθετε, να μάθετε, βρείτε, ...
- scoraggiare στα ελληνικά - αποθαρρύνω, αποθαρρύνουν, να αποθαρρύνει, να αποθαρρύνουν, την αποθάρρυνση, αποθαρρύνουν την
Τυχαίες λέξεις
Scoppio στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκρηξη, ξέσπασμα, ξεσπώ, φλόγες, εστίας, επιδημία, επιδημίας
Μεταφράσεις: έκρηξη, ξέσπασμα, ξεσπώ, φλόγες, εστίας, επιδημία, επιδημίας