Tutto στα ελληνικά
Μετάφραση: tutto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όλες, ολικός, ακέραιος, άρτιος, όλα, σύνολο, εντελώς, όλος, ολόκληρος, παντού, όλο, σε όλο, όλη, όλη την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- giudiziario στα ελληνικά - δικανικός, νόμιμος, δικαστικός, δικαστήρια, δικαστικής εξουσίας, δικαστικού σώματος, δικαστικό σώμα
- insensibilità στα ελληνικά - αναισθησία, συνείδησης, της συνείδησης, αισθήσεων, των αισθήσεων
- parentado στα ελληνικά - σχέση, συγγενείς, συγγενών, τους συγγενείς, οι συγγενείς, των συγγενών
- prato στα ελληνικά - λιβάδι, πόα, χόρτο, καταδότης, πελούζα, γκαζόν, γρασίδι, ...
Τυχαίες λέξεις
Tutto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όλες, ολικός, ακέραιος, άρτιος, όλα, σύνολο, εντελώς, όλος, ολόκληρος, παντού, όλο, σε όλο, όλη, όλη την
Μεταφράσεις: όλες, ολικός, ακέραιος, άρτιος, όλα, σύνολο, εντελώς, όλος, ολόκληρος, παντού, όλο, σε όλο, όλη, όλη την