Λέξη: πεζόδρομος

Σχετικές λέξεις: πεζόδρομος

πεζόδρομος νέος κόσμος, πεζόδρομος στα αγγλικά, πεζόδρομος βύρωνας, πεζόδρομος περιστερίου, πεζόδρομος ικτίνου-ζεύξιδος, πεζόδρομος καλαμαριάς, πεζόδρομος θεσσαλονίκη, πεζόδρομος κοραή, πεζόδρομος χαλανδρίου, πεζόδρομος κωλέττη

Μεταφράσεις: πεζόδρομος

πεζόδρομος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pavement, pedestrian, pedestrianized street, walkway, pedestrianized, promenade

πεζόδρομος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
banqueta, pavimento, acera, peatonal, peatón, peatones, de peatones, los peatones

πεζόδρομος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gehweg, straßenpflaster, gehsteig, straßenbelag, bürgersteig, pflaster, Fußgänger, Fußgängerzone, Fussgänger, der Fußgänger

πεζόδρομος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaussée, trottoir, piéton, piétonne, piétons, piétonnier, piétonnière

πεζόδρομος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lastricato, marciapiede, pedonale, pedone, pedoni, pedonali

πεζόδρομος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pavimento, pavimente, calçar, passeio, calçada, pedestre, peão, pedonal, pedestres, de pedestres

πεζόδρομος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voetpad, trottoir, bestrating, stoep, wegdek, plaveisel, voetganger, voetgangers, voetgangersgebied, verkeersvrije, voetgangerszone

πεζόδρομος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тротуар, панель, промывание, мостовая, пол, пешеход, пешеходный, пешеходной, пешеходная, пешеходов

πεζόδρομος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortau, fotgjenger, gågaten, gågate, lede

πεζόδρομος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trottoar, gående, fotgängare, bilfria, gågatan, för fotgängare

πεζόδρομος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jalkakäytävä, jalankulkija, jalankulkijoiden, käyden, jalankulkijan, kävelykadun

πεζόδρομος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fortov, fodgænger, fodgængere, gående, gågade, gågaden

πεζόδρομος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dlažba, dláždění, chodník, pěší, chodec, pro pěší, chodců, ručně

πεζόδρομος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chodnik, bruk, nawierzchnia, trotuar, pieszy, pieszych, dla pieszych, pieszego, deptak

πεζόδρομος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
járda, gyalogos, sétáló, gyalogkíséretű, gyalogosok, a gyalogos

πεζόδρομος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaya, trafiğe kapalı, bir yaya, yayalara

πεζόδρομος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
долівку, полом, долівка, піл, підлога, лан, пішохід, пішохода

πεζόδρομος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trotuar, këmbësor, këmbësorë, këmbësorëve, për këmbësorë, e këmbësorëve

πεζόδρομος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пешеходец, пешеходен, пешеходна, пешеходната, пешеходците

πεζόδρομος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пешаход

πεζόδρομος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jalakäija, jalakäijate, järelkäidav, seisuplatvormiga, jalakäijatele

πεζόδρομος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pločnik, kaldrma, kolnik, pješak, pješački, pješačke, pješaka, pješake

πεζόδρομος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gangstétt, fortó, gangandi, fótgangandi, gangandi vegfarendur, gangandi vegfarandi

πεζόδρομος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šaligatvis, grindinys, pėsčiasis, pėsčiųjų, rankinio, rankiniai, pėstiesiems

πεζόδρομος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ietve, trotuārs, gājējs, gājēju, liela gājēju, palešu, gājējiem

πεζόδρομος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тротоар, пешачки, пешачка, пешачката, пешак, пешачкиот

πεζόδρομος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trotuar, pieton, pietonal, pietonală, pietonilor, pietoni

πεζόδρομος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pešce, za pešce, pedestrian, pešec, pešcev

πεζόδρομος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chodník, pešej, pešia, peši, pešiu, peších

Στατιστικά δημοτικότητας: πεζόδρομος

Τυχαίες λέξεις