Vorace στα ελληνικά
Μετάφραση: vorace, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιμασμένος, ακόρεστος, άπληστος, λαίμαργος, αχόρταγος, πεινασμένος, αδηφάγος, αδηφάγο, αδηφάγα, αδηφάγες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dipartimento στα ελληνικά - τομή, τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας
- epico στα ελληνικά - επικός, έπος, επική, επικό, επικές, επικά
- minorità στα ελληνικά - μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
- scherzare στα ελληνικά - σκέρτσο, αστείο, ανέκδοτο, αστείου, αστεία, το αστείο
Τυχαίες λέξεις
Vorace στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιμασμένος, ακόρεστος, άπληστος, λαίμαργος, αχόρταγος, πεινασμένος, αδηφάγος, αδηφάγο, αδηφάγα, αδηφάγες
Μεταφράσεις: λιμασμένος, ακόρεστος, άπληστος, λαίμαργος, αχόρταγος, πεινασμένος, αδηφάγος, αδηφάγο, αδηφάγα, αδηφάγες